σεληνιακός

σεληνιακός
σελην-ιακός, ή, όν,
A lunar,

ἐνιαυτός Plu.Num.18

;

σφαῖρα Id.2.376d

; ζῴδιον that in which the moon is situated, Vett.Val.19.22. Adv. -κῶς by lunar reckoning, Procl.in Prm.p.631 S.
II epileptic, Alex.Trall.1.15, cf. Orph.L.50.
III κάνθαρος ς. a species of beetle (cf. ἡλιοκάνθαρος), PMag.Par.1.2456,2688.
IV distinguishing epith. of a kind of κῦφι, Paul.Aeg.3.28, 7.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεληνιακός — lunar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακός — ή, ό / σεληνιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως») νεοελλ. αρχ. (φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γη νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • σεληνιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σελήνη· «σεληνιακός μήνας», χρονική περίοδος 28 ημερών· «σεληνιακό έτος», δώδεκα σεληνιακοί μήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεληνιακά — σεληνιακός lunar neut nom/voc/acc pl σεληνιακά̱ , σεληνιακός lunar fem nom/voc/acc dual σεληνιακά̱ , σεληνιακός lunar fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακῶν — σεληνιακός lunar fem gen pl σεληνιακός lunar masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακόν — σεληνιακός lunar masc acc sg σεληνιακός lunar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακαῖς — σεληνιακός lunar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακαί — σεληνιακός lunar fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακοῖς — σεληνιακός lunar masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακοί — σεληνιακός lunar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνιακοῦ — σεληνιακός lunar masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”